- ετερότροφος
- ος , ον бот. гетеротрофный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετερότροφος — η, ο (Α ἑτερότροφος, ον) αυτός που τρέφεται ή ανατρέφεται κατά διαφορετικό τρόπο νεοελλ. 1. βοτ. (για φυτά) αυτά που τρέφονται όχι σύμφωνα με τη φύση, αλλά παρασιτικά από άλλα οργανικά σώματα 2. βιολ. οι οργανισμοί (ζώα ή φυτά) που τρέφονται από… … Dictionary of Greek
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… … Dictionary of Greek
ετεροτροφία — η βιολ. ο τρόπος διατροφής τών ετεροτροφικών ζωντανών οργανισμών, η κατά διαφορετικό, παρασιτικό τρόπο θρέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterotrophy < heterotroph (πρβλ. ετερότροφος)] … Dictionary of Greek
φαγοτρόφος — ο, Ν βιολ. ετερότροφος οργανισμός που λαμβάνει τις θρεπτικές ουσίες, οι οποίες τού είναι απαραίτητες, με τη μορφή στερεών σωματιδίων, σε αντιδιαστολή με τον ωσμωτρόφο οργανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phagotrophe] … Dictionary of Greek
φωτοετερότροφος — η, ο, Ν βιολ. φωτοοργανότροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ετερότροφος] … Dictionary of Greek